Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ ὀστ

См. также в других словарях:

  • ὅστ' — ὅστε , ὅστε who masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • κρεάγρα — η (Α κρεάγρα) περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο τού κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.) αρχ. άγκιστρο, αρπάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ άγρα,… …   Dictionary of Greek

  • φλεγρεώδης — ώδες, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλέγρα* 2. όμοιος με την Φλέγρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλέγρα + κατάλ. ε ώδης, από ον. που έχουν θ. με ε (πρβλ. ὀστ ε ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ost(h)-; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h)-(e)n- —     ost(h) ; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h) (e)n     English meaning: bone     Deutsche Übersetzung: “Knochen”     Material: O.Ind. ásthi n., gen. asth n áḥ “leg, bone”, Av. ast , asti n. “bone”, gen. pl. astąm, instr. pl. azdbīš, asti aojah… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»